αζατιάτικος

αζατιάτικος
-η, -ο [αζατιά]
1. απεριόριστος, ανεπιτήρητος, αφύλακτος
2. ανυπότακτος, αυθαίρετος, ασύδοτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αζατιά — η απεριόριστη ελευθερία, ασυδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζάτι. ΠΑΡ. αζατιάτικος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”